αφύη

αφύη
ἀφύη, η (Α)
η σαρδέλα, η αντσούγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή αφύη < α- στερ. + φύω (φύομαι), αν ληφθεί υπ' όψιν ότι δεν πρόκειται για είδος ψαριού, αλλά για τη δήλωση μικρών ψαριών «που δεν εφύησαν, δηλ. δεν γεννήθηκαν». Σ' αυτή την ετυμολόγηση συντείνει και η ύπαρξη ενός ουσ. nonnati και nonnats «τα μικρά ψάρια που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί». Εξάλλου η σύνδεση με το αφρός, η ετυμολ. αφύη < από + ύει, καθώς και αφύη < αφύω, εξαιτίας του λευκού χρώματος, οφείλονται σε παρετυμολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀφύη — small fry fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφυῆ — ἀφυής without natural talent neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀφυής without natural talent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀφυής without natural talent masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφύαι — ἀφύη small fry fem nom/voc pl ἀφύᾱͅ , ἀφύη small fry fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφυῶν — ἀφύη small fry fem gen pl ἀφυής without natural talent masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφύαις — ἀφύη small fry fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφύαισι — ἀφύη small fry fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφύην — ἀφύη small fry fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφύης — ἀφύη small fry fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφύῃσιν — ἀφύη small fry fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντσούγα — κ. για, η η σαρδέλα, το χαψί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < ιταλ. acciuga (πρβλ. ιταλ. διαλεκτ. τ. anciova, ancioa, anciua). Κατά μία άποψη, ο ιταλ. όρος acciuga, θεωρούμενος ως ο πιο αντιπροσωπευτικός μεταξύ άλλων, ανάγεται στο λατ. *apya (αντί του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”